Μάρτιος 2014
Το όνομα του ήρωα μου είναι Ζοχάκ Αλί. Γεννήθηκε στην Ινδία και συγκεκριμένα σε μια φτωχογειτονιά στο Νέο Δελχί το 2001.Έχει τα χαρακτηριστικά κάθε Ινδού έφηβου, δηλαδή, μελαχρινός , λεπτός με μακριά χέρια και πόδια, μάτια μαύρα, σγουρά μαύρα μαλλιά και κάτασπρα δόντια πίσω από τα μεγάλα χείλη του.
Οι γονείς του είναι δάσκαλοι και μένουν σε ένα διαμέρισμα σε μια παλιά πολυκατοικία. Είναι το δεύτερο παιδί της οικογένειας, που έχει αναλάβει να ψωνίζει τα τρόφιμα της ημέρας . Έτσι γνωρίζει όλους τους μαγαζάτορες της γειτονιάς του και τις δυσκολίες που περνούν οι κάτοικοι της Ινδίας. Η περιοχή που μένει είναι τόσο πυκνοκατοικημένη που πολλές φορές αισθάνεται ότι του λείπει αέρας. Οι συμπατριώτες του τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να βγάλουν το ψωμί τους. Πολλοί από αυτούς ζητιανεύουν στο σιδηροδρομικό σταθμό ή έξω από τον ζωολογικό κήπο και άλλοι κοιμούνται στο πάρκο.
Οι γονείς του σαν δάσκαλοι θέλουν τα παιδιά τους να είναι καλοί μαθητές, ευγενικοί, υπεύθυνοι . Η αδερφή του η Αναχίτα είναι το αγαπημένο και υπάκουο παιδί της οικογένειας, κάτι που δεν καταφέρνει ο Ζοχάκ. Ενώ η μεγαλύτερη Αναχίτα είναι τέλεια σχεδόν σε όλα, ο γιος δεν είναι αυτό που οι γονείς θα ήθελαν. Όχι γιατί δεν προσπαθεί, μα το μυαλό του είναι πάντα κάπου αλλού. Εκεί που έχει ενδιαφέρον για τον ίδιο: στο σύννεφο που άλλαξε σχήμα, στη σκόνη που έκανε τη Σαλία να φτερνίζεται ,στο νερό που αλλάζει χρώματα, στις φωνές που διαφέρουν, στη σκιά που τον ακολουθεί , στον άνεμο που του μιλάει, στις σιωπηλές απαντήσεις που του δίνει , στα ραντεβού που κλείνει με τις μύγες, στο βάδισμα της ιερής αγελάδας, στους συνδυασμούς των χρωμάτων ,και σε τόσα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα.
Ο Ζοχάκ Αλί πίστευε πως διαφέρει από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του και πως έχει μαγικές ικανότητες. Αυτές τον οδηγούν σε έναν δικό του δρόμο , μοναχικό χωρίς φίλους. Μιλάει και συναναστρέφεται μόνο με μεγαλύτερους ανθρώπους, κυρίως εμπόρους από τους οποίους ψωνίζει αυτά που του γράφουν οι γονείς του.
Τα πρωινά πηγαίνει σχολείο, το μεσημέρι στην αγορά και το απόγευμα χάνεται στους δρόμους της περιοχής του ακολουθώντας τα ενδιαφέροντά του. Ντυμένος στα άσπρα για να φαίνεται πιο μελαχρινός, φορά μόνο πολύχρωμα παπούτσια με μυτερά χαντράκια. Τα ρούχα του ταιριάζουν με τα δόντια του που τα φροντίζει ο ίδιος και τα δύο καθημερινώς.
Περπατάει και όλο φέρνει στο μυαλό του την γιορτή των γενεθλίων του, που είχε καλέσει τους συμμαθητές του και είχαν παίξει διάφορα παιχνίδια. Όταν θέλει να χαρεί κατεβάζει αυτήν την ανάμνηση και αμέσως φαίνεται το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Η γιαγιά του, του είχε φτιάξει αυτή την πίτα που άκουσε από μια διαφήμιση στο ραδιόφωνο να την λένε πίτσα και την γεύση της τη θυμάται ακόμη. Η τούρτα του είχε ένα μάγο που κρατούσε ένα κόκκινο ραβδί.
Θα μπορούσε να είναι αξιαγάπητος , να έχει φίλους αν δεν ταξίδευε συνέχεια με το νου του. Μπορεί να μοιραστεί το κολατσιό του με τις μύγες, τα μυρμήγκια και τα ζώα του ζωολογικού κήπου. Να μοιραστεί τις σκέψεις του με τον άνεμο, τη σκόνη, αλλά όχι με τους συνομήλικους του, ούτε να παίξει τα παιχνίδια που εκείνος θεωρούσε βαρετά. Του αρέσει να λέει αστεία και όχι να κάνει πλάκες και φάρσες με τους συμμαθητές του. Γι αυτό και οι γύρω του δεν τον πλησιάζουν εύκολα, τον θεωρούν υπερόπτη. Ο ίδιος πιστεύει ότι δεν μπορούν να τον καταλάβουν οι άλλοι ,ούτε να τον φτάσουν και γι αυτό τους αγνοεί.
Πιστεύει πως μεγαλώνοντας θα αναγνωριστεί η αξία του και θα γίνει κάτι μεγάλο, τόσο μεγάλο μάλιστα που θα αλλάξει τη γειτονιά του ,την περιοχή του και ίσως ολόκληρη την Ινδία. Συχνά τον ακούνε να λέει : «Χμμ… χαμηλού επιπέδου!» Από εκεί του βγάλανε και παρατσούκλι και τον φωνάζουνε Ζοχάκ Χαμηλί.
Ήταν τόσο απορροφημένος στον δικό του κόσμο που αν τον ρωτούσες ποιο είναι το μεγαλύτερο όνειρό σου, θα σου απαντούσε αμέσως «Να αναγνωριστεί η αξία μου» Κι ενώ στην αρχή όλοι πιστεύουν πως πρόκειται για έναν υπερόπτη κενό και ματαιόδοξο έφηβο, αν καθίσεις και μιλήσεις λίγο περισσότερο μαζί του θα καταλάβεις πως ο τρόπος που σκέφτεται έτσι του έχει δημιουργηθεί από τα παραμύθια και τα βιβλία που διάβασε και τις παράξενες ιστορίες που άκουγε και ακούει από την γιαγιά του. Πρέπει κανείς να ξετυλίξει το κουβάρι του Ζοχάκ Αλί για να τον γνωρίσει πραγματικά και να μάθει πως καταφέρνει και μιλά με μεγάλους ανθρώπους αλλά και με τον άνεμο, τη σκόνη , τις μύγες , τις ιερές αγελάδες.
Στην αρχή όποιος τον πλησιάζει χωρίς να τον εξετάσει θα τον αντιπαθήσει σίγουρα και θα τον κακοχαρακτηρίσει .Γνωρίζοντας τον όμως καλύτερα θα τον καταλάβει, θα τον θαυμάσει και θα θέλει να μάθει πως θα εξελιχθεί.
Το ραντεβού του Ζοχάκ Αλί
Την προηγούμενη Πέμπτη ο Ζοχάκ είχε κλείσει ραντεβού με τη μύγα Φλο να πάνε στο ζωολογικό κήπο στο Δελχί. Πώς συνεννοήθηκε μαζί της είναι ένα άλυτο μυστήριο που θα μας ταλαιπωρεί σχεδόν σε όλο το βιβλίο. Το Σάββατο είπε λοιπόν στη μητέρα του ότι θα πάει με την Φλο βόλτα και εκείνη νόμισε ότι πρόκειται για μια συμμαθήτριά του. Του έδωσε λοιπόν χαρτζιλίκι, τον ξεπροβόδισε και σκέφτηκε πως επιτέλους ο γιος της είχε αποκτήσει παρέες και φιλίες, όπως όλα τα φυσιολογικά παιδιά.
Συναντήθηκε με τη Φλο έξω από τον σκουπιδοτενεκέ στο μανάβικο του κυρίου Μαχάτμα στη γειτονιά του. Αλλά όπως όλοι ξέρουμε μία μύγα ποτέ δεν πάει μόνη της , πάντα έχει και αμέτρητους φίλους μαζί της .Έτσι μαζί με τη Φλο ακολουθούσαν και η Φλι και η Φλου και η Φλα και η Φλε και η Φλέο και ο Φλούι και ο Φλόι και ο Φλέι και ο Φλάι. Ο Ζοχάκ κάτι πήγε να πει αλλά η ευγένεια του δεν του επέτρεψε να εκφράσει τις αντιρρήσεις του για όλη αυτή την παρέα. Κατευθύνθηκαν προς τον ζωολογικό κήπο και από όπου και αν περνούσαν προκαλούσαν έκπληξη και ίσως αηδία . Ο συνοδός της κατάμαυρης αυτής παρέας έκανε πως δεν καταλάβαινε, μια και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και συνέχιζε το δρόμο του.
Όταν έφτασαν έξω από τον ζωολογικό κήπο συνεννοήθηκαν με τον δικό τους άμεσο τρόπο πώς θα κόψουν εισιτήριο. Ο Ζοχάκ ανέλαβε, σαν ο μεγαλύτερος άντρας της παρέας να απευθυνθεί στον ταμία, του δίνει λοιπόν έντεκα ρουπίες και του λέει πως θέλει έντεκα εισιτήρια Ο ταμίας τον κοιτάζει καλά καλά και νομίζοντας πως πρόκειται για ένα από τα αστεία που κάνουν οι έφηβοι γελά και του δίνει το εισιτήριό του. ΄Ο Ζοχάκ προχωρά μπροστά , χωρίς να πει τίποτε στους φίλους του, για να μην προσβληθούν για την ανυπαρξία τους, και φτάνουν στο κλουβί της καμήλας. Έξω από το κλουβί έγραφε τα χαρακτηριστικά της και ο συνοδός που ήταν ένας πραγματικός τζέντλεμαν, άρχισε να τα διαβάζει δυνατά για να ενημερώνονται και οι φίλοι του. Θηλαστικό που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες , έχει δύο καμπούρες… οσμίζεται το νερό από μακριά … και ενώ όλοι τον κοίταζαν περίεργα κάνοντας διάφορες χειρονομίες πως πρόκειται για τρελό, η καμήλα ενοχλήθηκε από την παρέα του έφηβου και μόλις οσμίστηκε το νερό που κουβαλούσε στην άσπρη φορεσιά του άρχισε να κατευθύνεται γρήγορα προς εκείνον. Η Φλο νόμισε πως η καμήλα θα γινόταν η νέα φίλη του δικού της φίλου, ζήλεψε και κάλεσε την υπόλοιπη παρέα εναντίον της καμήλας, κάτι που την νευρίασε περισσότερο και την έκανε πιο ορμητική. Άρχισε να βρυχάται και το λιοντάρι, που κατοικούσε δίπλα της και ήταν μέρες νηστικό, εξοργίστηκε και η μαϊμού νομίζοντας πως δεν τη θέλουν στην παρέα τους , θύμωσε και ο ιπποπόταμος που τον ξύπνησαν και τέλος σηκώθηκε και η τίγρη της Βεγγάλης που ήταν η βασίλισσα του ζωολογικού κήπου. Ακουγόταν έντονη φασαρία , τα κλουβιά σείστηκαν ,τα παιδιά έκλαιγαν, οι επισκέπτες τρομοκρατήθηκαν και υποχώρησαν προς την έξοδο. Μαζεύτηκαν οι φύλακες , οι οποίοι χτυπούσαν τα κελιά των ζώων και τα ίδια τα ζώα , συγκεντρώθηκαν και περίεργοι από διάφορα τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοφωνικούς σταθμούς και δημιουργήθηκε έτσι ένα γεγονός που πήρε μεγάλες διαστάσεις.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι αργά το βράδυ ο Ζοχάκ, οι γονείς του που είχαν δει τα γεγονότα στην τηλεόραση τον αντιμετώπισαν με περιέργεια. Μετά από κάποιες συζητήσεις ,κλείστηκε στο δωμάτιό του και πήρε μερικές αποφάσεις .Είπε λοιπόν στον εαυτό του πως έπρεπε να γίνει ένα κανονικό παιδί και να βρει παρέες του επιπέδου και του είδους του. Ορκίστηκε λοιπόν στην ιερή τους αγελάδα να κρατήσει την υπόσχεσή του!!!
Το μέλλον θα δείξει πόσο θα βγει αληθινή η υπόσχεσή του!
Το όνομα του ήρωα μου είναι Ζοχάκ Αλί. Γεννήθηκε στην Ινδία και συγκεκριμένα σε μια φτωχογειτονιά στο Νέο Δελχί το 2001.Έχει τα χαρακτηριστικά κάθε Ινδού έφηβου, δηλαδή, μελαχρινός , λεπτός με μακριά χέρια και πόδια, μάτια μαύρα, σγουρά μαύρα μαλλιά και κάτασπρα δόντια πίσω από τα μεγάλα χείλη του.
Οι γονείς του είναι δάσκαλοι και μένουν σε ένα διαμέρισμα σε μια παλιά πολυκατοικία. Είναι το δεύτερο παιδί της οικογένειας, που έχει αναλάβει να ψωνίζει τα τρόφιμα της ημέρας . Έτσι γνωρίζει όλους τους μαγαζάτορες της γειτονιάς του και τις δυσκολίες που περνούν οι κάτοικοι της Ινδίας. Η περιοχή που μένει είναι τόσο πυκνοκατοικημένη που πολλές φορές αισθάνεται ότι του λείπει αέρας. Οι συμπατριώτες του τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ για να βγάλουν το ψωμί τους. Πολλοί από αυτούς ζητιανεύουν στο σιδηροδρομικό σταθμό ή έξω από τον ζωολογικό κήπο και άλλοι κοιμούνται στο πάρκο.
Οι γονείς του σαν δάσκαλοι θέλουν τα παιδιά τους να είναι καλοί μαθητές, ευγενικοί, υπεύθυνοι . Η αδερφή του η Αναχίτα είναι το αγαπημένο και υπάκουο παιδί της οικογένειας, κάτι που δεν καταφέρνει ο Ζοχάκ. Ενώ η μεγαλύτερη Αναχίτα είναι τέλεια σχεδόν σε όλα, ο γιος δεν είναι αυτό που οι γονείς θα ήθελαν. Όχι γιατί δεν προσπαθεί, μα το μυαλό του είναι πάντα κάπου αλλού. Εκεί που έχει ενδιαφέρον για τον ίδιο: στο σύννεφο που άλλαξε σχήμα, στη σκόνη που έκανε τη Σαλία να φτερνίζεται ,στο νερό που αλλάζει χρώματα, στις φωνές που διαφέρουν, στη σκιά που τον ακολουθεί , στον άνεμο που του μιλάει, στις σιωπηλές απαντήσεις που του δίνει , στα ραντεβού που κλείνει με τις μύγες, στο βάδισμα της ιερής αγελάδας, στους συνδυασμούς των χρωμάτων ,και σε τόσα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα.
Ο Ζοχάκ Αλί πίστευε πως διαφέρει από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του και πως έχει μαγικές ικανότητες. Αυτές τον οδηγούν σε έναν δικό του δρόμο , μοναχικό χωρίς φίλους. Μιλάει και συναναστρέφεται μόνο με μεγαλύτερους ανθρώπους, κυρίως εμπόρους από τους οποίους ψωνίζει αυτά που του γράφουν οι γονείς του.
Τα πρωινά πηγαίνει σχολείο, το μεσημέρι στην αγορά και το απόγευμα χάνεται στους δρόμους της περιοχής του ακολουθώντας τα ενδιαφέροντά του. Ντυμένος στα άσπρα για να φαίνεται πιο μελαχρινός, φορά μόνο πολύχρωμα παπούτσια με μυτερά χαντράκια. Τα ρούχα του ταιριάζουν με τα δόντια του που τα φροντίζει ο ίδιος και τα δύο καθημερινώς.
Περπατάει και όλο φέρνει στο μυαλό του την γιορτή των γενεθλίων του, που είχε καλέσει τους συμμαθητές του και είχαν παίξει διάφορα παιχνίδια. Όταν θέλει να χαρεί κατεβάζει αυτήν την ανάμνηση και αμέσως φαίνεται το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Η γιαγιά του, του είχε φτιάξει αυτή την πίτα που άκουσε από μια διαφήμιση στο ραδιόφωνο να την λένε πίτσα και την γεύση της τη θυμάται ακόμη. Η τούρτα του είχε ένα μάγο που κρατούσε ένα κόκκινο ραβδί.
Θα μπορούσε να είναι αξιαγάπητος , να έχει φίλους αν δεν ταξίδευε συνέχεια με το νου του. Μπορεί να μοιραστεί το κολατσιό του με τις μύγες, τα μυρμήγκια και τα ζώα του ζωολογικού κήπου. Να μοιραστεί τις σκέψεις του με τον άνεμο, τη σκόνη, αλλά όχι με τους συνομήλικους του, ούτε να παίξει τα παιχνίδια που εκείνος θεωρούσε βαρετά. Του αρέσει να λέει αστεία και όχι να κάνει πλάκες και φάρσες με τους συμμαθητές του. Γι αυτό και οι γύρω του δεν τον πλησιάζουν εύκολα, τον θεωρούν υπερόπτη. Ο ίδιος πιστεύει ότι δεν μπορούν να τον καταλάβουν οι άλλοι ,ούτε να τον φτάσουν και γι αυτό τους αγνοεί.
Πιστεύει πως μεγαλώνοντας θα αναγνωριστεί η αξία του και θα γίνει κάτι μεγάλο, τόσο μεγάλο μάλιστα που θα αλλάξει τη γειτονιά του ,την περιοχή του και ίσως ολόκληρη την Ινδία. Συχνά τον ακούνε να λέει : «Χμμ… χαμηλού επιπέδου!» Από εκεί του βγάλανε και παρατσούκλι και τον φωνάζουνε Ζοχάκ Χαμηλί.
Ήταν τόσο απορροφημένος στον δικό του κόσμο που αν τον ρωτούσες ποιο είναι το μεγαλύτερο όνειρό σου, θα σου απαντούσε αμέσως «Να αναγνωριστεί η αξία μου» Κι ενώ στην αρχή όλοι πιστεύουν πως πρόκειται για έναν υπερόπτη κενό και ματαιόδοξο έφηβο, αν καθίσεις και μιλήσεις λίγο περισσότερο μαζί του θα καταλάβεις πως ο τρόπος που σκέφτεται έτσι του έχει δημιουργηθεί από τα παραμύθια και τα βιβλία που διάβασε και τις παράξενες ιστορίες που άκουγε και ακούει από την γιαγιά του. Πρέπει κανείς να ξετυλίξει το κουβάρι του Ζοχάκ Αλί για να τον γνωρίσει πραγματικά και να μάθει πως καταφέρνει και μιλά με μεγάλους ανθρώπους αλλά και με τον άνεμο, τη σκόνη , τις μύγες , τις ιερές αγελάδες.
Στην αρχή όποιος τον πλησιάζει χωρίς να τον εξετάσει θα τον αντιπαθήσει σίγουρα και θα τον κακοχαρακτηρίσει .Γνωρίζοντας τον όμως καλύτερα θα τον καταλάβει, θα τον θαυμάσει και θα θέλει να μάθει πως θα εξελιχθεί.
Το ραντεβού του Ζοχάκ Αλί
Την προηγούμενη Πέμπτη ο Ζοχάκ είχε κλείσει ραντεβού με τη μύγα Φλο να πάνε στο ζωολογικό κήπο στο Δελχί. Πώς συνεννοήθηκε μαζί της είναι ένα άλυτο μυστήριο που θα μας ταλαιπωρεί σχεδόν σε όλο το βιβλίο. Το Σάββατο είπε λοιπόν στη μητέρα του ότι θα πάει με την Φλο βόλτα και εκείνη νόμισε ότι πρόκειται για μια συμμαθήτριά του. Του έδωσε λοιπόν χαρτζιλίκι, τον ξεπροβόδισε και σκέφτηκε πως επιτέλους ο γιος της είχε αποκτήσει παρέες και φιλίες, όπως όλα τα φυσιολογικά παιδιά.
Συναντήθηκε με τη Φλο έξω από τον σκουπιδοτενεκέ στο μανάβικο του κυρίου Μαχάτμα στη γειτονιά του. Αλλά όπως όλοι ξέρουμε μία μύγα ποτέ δεν πάει μόνη της , πάντα έχει και αμέτρητους φίλους μαζί της .Έτσι μαζί με τη Φλο ακολουθούσαν και η Φλι και η Φλου και η Φλα και η Φλε και η Φλέο και ο Φλούι και ο Φλόι και ο Φλέι και ο Φλάι. Ο Ζοχάκ κάτι πήγε να πει αλλά η ευγένεια του δεν του επέτρεψε να εκφράσει τις αντιρρήσεις του για όλη αυτή την παρέα. Κατευθύνθηκαν προς τον ζωολογικό κήπο και από όπου και αν περνούσαν προκαλούσαν έκπληξη και ίσως αηδία . Ο συνοδός της κατάμαυρης αυτής παρέας έκανε πως δεν καταλάβαινε, μια και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και συνέχιζε το δρόμο του.
Όταν έφτασαν έξω από τον ζωολογικό κήπο συνεννοήθηκαν με τον δικό τους άμεσο τρόπο πώς θα κόψουν εισιτήριο. Ο Ζοχάκ ανέλαβε, σαν ο μεγαλύτερος άντρας της παρέας να απευθυνθεί στον ταμία, του δίνει λοιπόν έντεκα ρουπίες και του λέει πως θέλει έντεκα εισιτήρια Ο ταμίας τον κοιτάζει καλά καλά και νομίζοντας πως πρόκειται για ένα από τα αστεία που κάνουν οι έφηβοι γελά και του δίνει το εισιτήριό του. ΄Ο Ζοχάκ προχωρά μπροστά , χωρίς να πει τίποτε στους φίλους του, για να μην προσβληθούν για την ανυπαρξία τους, και φτάνουν στο κλουβί της καμήλας. Έξω από το κλουβί έγραφε τα χαρακτηριστικά της και ο συνοδός που ήταν ένας πραγματικός τζέντλεμαν, άρχισε να τα διαβάζει δυνατά για να ενημερώνονται και οι φίλοι του. Θηλαστικό που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες , έχει δύο καμπούρες… οσμίζεται το νερό από μακριά … και ενώ όλοι τον κοίταζαν περίεργα κάνοντας διάφορες χειρονομίες πως πρόκειται για τρελό, η καμήλα ενοχλήθηκε από την παρέα του έφηβου και μόλις οσμίστηκε το νερό που κουβαλούσε στην άσπρη φορεσιά του άρχισε να κατευθύνεται γρήγορα προς εκείνον. Η Φλο νόμισε πως η καμήλα θα γινόταν η νέα φίλη του δικού της φίλου, ζήλεψε και κάλεσε την υπόλοιπη παρέα εναντίον της καμήλας, κάτι που την νευρίασε περισσότερο και την έκανε πιο ορμητική. Άρχισε να βρυχάται και το λιοντάρι, που κατοικούσε δίπλα της και ήταν μέρες νηστικό, εξοργίστηκε και η μαϊμού νομίζοντας πως δεν τη θέλουν στην παρέα τους , θύμωσε και ο ιπποπόταμος που τον ξύπνησαν και τέλος σηκώθηκε και η τίγρη της Βεγγάλης που ήταν η βασίλισσα του ζωολογικού κήπου. Ακουγόταν έντονη φασαρία , τα κλουβιά σείστηκαν ,τα παιδιά έκλαιγαν, οι επισκέπτες τρομοκρατήθηκαν και υποχώρησαν προς την έξοδο. Μαζεύτηκαν οι φύλακες , οι οποίοι χτυπούσαν τα κελιά των ζώων και τα ίδια τα ζώα , συγκεντρώθηκαν και περίεργοι από διάφορα τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοφωνικούς σταθμούς και δημιουργήθηκε έτσι ένα γεγονός που πήρε μεγάλες διαστάσεις.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι αργά το βράδυ ο Ζοχάκ, οι γονείς του που είχαν δει τα γεγονότα στην τηλεόραση τον αντιμετώπισαν με περιέργεια. Μετά από κάποιες συζητήσεις ,κλείστηκε στο δωμάτιό του και πήρε μερικές αποφάσεις .Είπε λοιπόν στον εαυτό του πως έπρεπε να γίνει ένα κανονικό παιδί και να βρει παρέες του επιπέδου και του είδους του. Ορκίστηκε λοιπόν στην ιερή τους αγελάδα να κρατήσει την υπόσχεσή του!!!
Το μέλλον θα δείξει πόσο θα βγει αληθινή η υπόσχεσή του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου